![](https://static.wixstatic.com/media/17986e_27f32511310b4c6eacd3fe697f154c2e~mv2.jpg/v1/fill/w_980,h_652,al_c,q_85,usm_0.66_1.00_0.01,enc_auto/17986e_27f32511310b4c6eacd3fe697f154c2e~mv2.jpg)
Ξύπνησα πάλι με μια ακαθόριστη επίγευση ονείρου, φτιάχνω καφέ και μαζί με τις πρώτες γουλιές καφέ και τζούρες τσιγάρου σκάει έντονα μια πονετική ανάμνηση. Η αλήθεια είναι ότι τελευταία σκάει συνέχεια, ακόμα και τις πιο άκυρες στιγμές σε μικρές όμως δόσεις, ίσα για να θυμίσει τον πόνο. Σήμερα όμως κάνει γκραν εμφάνιση. Εμφανίζεται ολόγυμνη, ολάκερη, και με κάνει κομμάτια. Μπαίνω μέσα στην ανάμνηση, σχεδόν τη ξαναζώ. Θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες κι είναι σαν να κάνω ταξίδι στο χρόνο 11 χρόνια πίσω, τέτοια εποχή πάνω κάτω.
Ήταν μια πολύ δύσκολη εποχή για εμένα τότε, από πολλές απόψεις. Ο καρκίνος της μάνας μου κάλπαζε ασταμάτητα πια -ήταν κοντά δύο χρόνια που το πάλευε- και την είχε κάνει αγνώριστη. Τις περισσότερες ώρες δε θυμόταν κανέναν μας και ζούσε μόνιμα σε παραισθήσεις.
Στο τέλος έγινε πρακτικά αδύνατο να την έχω σπίτι και συμφωνήσαμε όλοι με βαριά καρδιά να την βάλουμε σε έναν οίκο φροντίδας για όσο της απέμενε. Τέσσερις μήνες ήταν αυτό που άντεξε ακόμα. Χωρίς την μάνα σπίτι, χωρίς όλο αυτό τον καθημερινό αντιπερισπασμό βγήκαν μεμιάς μπροστά όλα τα προβλήματα. Κυρίως οικονομικά και συναισθηματικά.
Ήμουν ήδη σε μια σχέση τέσσερα χρόνια και τα τρία τελευταία συζούσαμε, έμενε σπίτι μου. Η σχέση σαν σχέση είχε τελειώσει τουλάχιστον ένα χρόνο πριν, αλλά με όλο αυτό που ζούσα με τη μάνα μου δεν άντεχα να διαχειριστώ και αυτό κι έτσι άτυπα ήμασταν ακόμα μαζί. Κατά κάποιο τρόπο εκμεταλλεύτηκα την κατάσταση προς όφελος μου. Είχε καλή σχέση με τα αγόρια μου και κρατώντας τον σπίτι ήξερα ότι υπήρχε και κάποιος άλλος εκεί για να τα καθησυχάζει και να έχει την έννοια τους εξόν από εμένα, όσο εγώ έτρεχα με δουλειά, θεραπείες και φροντίδα της μάνας μου.
Ήταν κι αυτές οι παραισθήσεις που είχε μόνιμα κι έβλεπε πράγματα κι ανθρώπους που δεν υπήρχαν και τα παιδιά είχαν τρομάξει πάρα πολύ εκείνη την εποχή με όλα αυτά που ακούγανε απ' τη γιαγιά τους. Τον χρειαζόμουν εκείνη την εποχή, και κάπως έτσι δεν είχαν έρθει ακόμα οι τίτλοι του τέλους για εμάς.
Οικονομικά είχα στραγγίξει, η μάνα όλον αυτό τον καιρό χρειαζόταν συνέχεια φροντίδα, ζεστό σπίτι και καλό φαγητό. Χρονικά βρισκόμαστε στο 2013, ήδη πολύ βαθιά μέσα στην κρίση, αυτός είναι άνεργος κατά βάση, με ψιλομεροκάματα εδώ κι εκεί, κι εγώ τρέχω και δε φτάνω.
Εχόντων των πραγμάτων κάπως έτσι, μόλις έφυγε η μάνα μου απ' το σπίτι κατέρρευσα, απ' την ψυχική και σωματική κούραση, την αγωνία του αύριο και την καθημερινή ένταση. Τότε φάνηκε ξεκάθαρα ότι είχα μπει τόσο μέσα οικονομικά που δεν υπήρχε σωτηρία πια. Ήδη πάλευα με την κρίση πέντε χρόνια τώρα, χάνοντας μόνιμα και σταθερά έδαφος. Εκείνα τα πέντε χρόνια ήταν ματωμένα χρόνια, συμβιβασμός στον συμβιβασμό, όλο βήματα πίσω, κι ένας αέναος αγώνας για επιβίωση. Μόνη μου ουσιαστικά, με δύο αγόρια στην εφηβεία, εγώ ελεύθερη επαγγελματίας, να πληρώνω νοίκι, λογαριασμούς, να κρατάω ένα σπίτι όρθιο και λειτουργικό και να προσπαθώ με νύχια και δόντια να κρατήσω τους λιγοστούς μου πελάτες. Και όχι, δεν ήμουνα ψώνιο να λέω εγώ είμαι γραφίστρια και δεν κάνω τίποτε άλλο. Και για οτιδήποτε δουλειά έψαξα και για μεροκάματα εδώ κι εκεί ρωτούσα, αλλά ήμουν βλέπετε πολύ μεγάλη σε ηλικία. Όσοι έζησαν εκείνα τα χρόνια σίγουρα θα θυμούνται πως ήταν η αγορά τότε. Όποιος ήταν μεγαλύτερος των 28 ήταν γέρικο άλογο κι έπρεπε να ψοφήσει.
Ξαφνικά έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου -για άλλη μια φορά. Δε μπορούσα πια να πληρώσω το νοίκι και τους λογαριασμούς μου. Δεν μπορούσα καν να στήσω κατσαρόλα για να φάνε τα παιδιά μου. Οι φίλες μου, μου ψώνιζαν κι έστηνα τσουκάλι. Αλλά ως πότε; Δεν υπήρχε κανένα σημάδι στον ορίζοντα ότι κάτι θα άλλαζε έστω και στο μακρινό μέλλον. Η απόφαση που κλήθηκα να πάρω ήταν μονόδρομος. Έπρεπε να αδειάσω το σπίτι, να εξασφαλίσω στέγη στα παιδιά κι εγώ θα ‘βλεπα τι θα έκανα. Αναγκαστικά τα παιδιά πήγαν να μείνουν με τον πατέρα τους. Είχε δικό του σπίτι, ήταν δημόσιος υπάλληλος με σταθερό εισόδημα, είχε με λίγα λόγια τα απαραίτητα για να επιβιώσει κι αυτός και τα παιδιά. Εγώ είχα αποτύχει.
Το θυμάμαι σαν τώρα, και πονάει ακόμα το ίδιο, που είχαν τρυπήσει τα παπούτσια τους από κάτω και δεν μου έλεγαν τίποτα για να μη με στεναχωρήσουν, ήξεραν ότι δεν υπήρχαν χρήματα για 'περιττές αγορές'. Τυχαία το ανακάλυψα κι ένιωσα εκείνη την πέτρα που καθόταν στο στήθος μου καιρό τώρα να γίνεται ακόμα πιο βαριά, ακόμα πιο ασήκωτη, και να με λιώνει κάτω απ' το βάρος της.
Και κάπως έτσι, χάρισα όλα μου τα υπάρχοντα σε ανθρώπους που πραγματικά τα χρειάζονταν, τακτοποίησα τα αγόρια μου στο σπίτι του πατέρα τους κι έφυγα για να μείνω στο πατρικό σπίτι της τελειωμένης σχέσης μου, μαζί με τη μάνα του και τον αδερφό του, στη Καλλιθέα σε μια εργατική πολυκατοικία. Άλλο δράμα και φτώχεια εκεί. Μια γιαγιά 80 χρόνων να συντηρεί τρεις σχεδόν ανέργους όπως μπορούσε καλύτερα. Αν και δεν άντεξα πολύ εκεί, ούτε δύο μήνες, όσο έμεινα ήταν μαρτύριο για εμένα, ένα σπίτι πανβρώμικο, οι κατσαρίδες να κάνουνε πάρτυ παντού, να προσπαθώ να το μαζέψω και να μην μαζεύεται με τίποτα, να νιώθω ότι τι να μένω στο δρόμο τι να μένω εκεί είναι ένα και το αυτό. Και να ζω και χωρίς τα παιδιά μου. Αβάσταχτο...
Ούτε τα παιδιά μου όμως ήταν καλύτερα. Ξαφνικά έπρεπε να ζήσουν μ’ έναν άνθρωπο που δεν τα ήξερε και δεν τον ήξεραν. Τόσα χρόνια χωρισμένοι κι ήταν ακόμα κακιωμένος μαζί μου κι αυτό τον άφησε να επηρεάσει τη σχέση του με τ’ αγόρια του. Κατά βάθος δεν ήθελα να τα αφήσω εκεί, αλλά δεν είχα πολλές επιλογές, ήταν αυτός, το ορφανοτροφείο ή ο καθένας να πάει στους νονούς του, δεν ήθελα όμως και να τους χωρίσω. Ήξερα πόσο δύσκολα θα ήταν για αυτούς από δω και μπρος και είχα κάνει ήδη αρκετή ζημιά, δε χρειαζόταν κι άλλη. Και προτίμησα αυτόν. Στο κάτω κάτω ήταν παιδιά του, του άρεσε ή όχι, κι είχε κι αυτός ευθύνες απέναντι τους. Καλά την έβγαλε για 14 χρόνια μες την ησυχία του, τώρα έπρεπε να μάθει τι σημαίνει να είσαι γονιός.
Ο μεγάλος μου, μου είχε θυμώσει, και με το δίκιο του, και σχεδόν δεν ήθελε να με βλέπει. Ο μικρός, πάντα ο διπλωμάτης της οικογένειας, προσπαθούσε όπως μπορούσε κι αυτός να ισορροπήσει στις νέες συνθήκες.
Αν έχω να δώσω κάτι σε αυτά τα δύο αγόρια είναι ότι κατάφεραν κι επέζησαν από ένα άτυπο πόλεμο -την οικονομική κρίση- κι είμαι πολύ περήφανη για αυτούς, γιατί πάλεψαν σκληρά και το κατάφεραν. Ειλικρινά το λέω, τους θεωρώ ήρωες πολέμου και είμαι πολύ περήφανη γι' αυτούς!
Πίσω σε εμένα, ζω μια ζωή απάλευτη, μέρα τη μέρα αγωνίζομαι για να επιβιώσω, χάνω σιγά-σιγά κάθε κομμάτι αυτοσεβασμού κι αξιοπρέπειας και νιώθω ένα ΤΙΠΟΤΑ.
Κι είναι τότε, εκείνη τη χρονική στιγμή, που διαλέγει ο κοντινότερος άνθρωπος σε εμένα, να μου κάνει μάθημα ηθικής. Με προσκαλεί στο σπίτι της κι αρχίζει... που σε πονεί και που σε σφάζει. Λόγια βούρδουλες που με ματώνουν, πόσο άχρηστη είμαι, πόσο σκατά τα έκανα, πόσο υπεύθυνη είμαι για όλο αυτό που έγινε. Κι εγώ σιωπώ, δεν μιλάω, ακούω μόνο με τα μάτια χαμηλωμένα. Κάποια στιγμή δεν αντέχω άλλο τόσο ξύλο και σηκώνω τα μάτια μου στον άντρα της και τον παρακαλώ βουβά να με σώσει, να βάλει ένα τέλος. Με βλέπει και γυρίζει το κεφάλι του απ' την άλλη. Ποτέ δεν κατάλαβα τι εννοούσε με αυτή του την κίνηση. Ότι συμφωνούσε μαζί της; Ότι ήταν αδύνατο να τα βάλει μαζί της; Κάποια στιγμή τελείωσε το μαστίγωμα, μαζεύω τα κομμάτια μου και φεύγω, βγαίνω έξω αλλά δεν ξέρω που να πάω. Περπατάω στα χαμένα, τα βήματα μου όμως μ' οδηγούν στο σπίτι μιας φίλης. Μπαίνω μέσα και με το που κάθομαι ξεσπάω σε λυγμούς, ατέλειωτους λυγμούς, ούτε ξέρω για πόση ώρα. Δεν μιλάει, μόνο μου κρατάει το χέρι και όταν ησυχάζω με κλείνει στην αγκαλιά της και μου λέει τρυφερά 'όλα θα πάνε καλά, αρκεί που είμαστε ακόμα ζωντανοί'.
Εκείνη τη μέρα έγινα και επίσημα μια άστεγη. Δε μπορούσα να ξαναγυρίσω στην Καλλιθέα, ούτε όμως είχα που αλλού να μείνω.
Με περιμάζεψε η φιλενάδα μου, μου 'δωσε κρεβάτι να κοιμηθώ και φαϊ να φάω όταν όλοι οι άλλοι μ' άφησαν μόνη μου στο έλεος του Θεού.
Πάλι μόνη. Πόση μοναξιά ρε Θεέ τόσα χρόνια; Γιατί; Τι κάνω τόσο λάθος; Δεν το παίζω σούπερ γυναίκα που όλα τα καταφέρνει μόνη της. Χρειάζομαι ανθρώπους γύρω μου και δεν αρνιέμαι τη βοήθεια κανενός. Δίνω όσο περισσότερη έχω αγάπη, φροντίδα, και νοιάξιμο σε αυτούς που είναι γύρω μου. Ποντάρω όμως πάντα στους λάθος ανθρώπους. Ευτυχώς που υπάρχουν κι εκείνοι οι λίγοι, οι δύο-τρεις, που δεν μ' αφήνουν να χάσω την ελπίδα μου στο ανθρώπινο είδος.
Ευγνωμονώ μέσα απ' τα βάθη της καρδιάς μου αυτούς που τάισαν τα παιδιά μου όταν εγώ δε μπορούσα, που μου έδωσαν να φάω όταν εγώ πεινούσα, που μου έστρωσαν κρεβάτι για να κοιμηθώ όταν ήμουνα κυριολεκτικά στο δρόμο, μα κυρίως που άνοιξαν την αγκαλιά τους και με έκλεισαν σφιχτά μέσα χωρίς να πούνε τίποτα!
Commentaires