![](https://static.wixstatic.com/media/17986e_8d1a1cd173454bf18bfda4ff2aabcc2b~mv2.jpg/v1/fill/w_980,h_1470,al_c,q_85,usm_0.66_1.00_0.01,enc_auto/17986e_8d1a1cd173454bf18bfda4ff2aabcc2b~mv2.jpg)
Σχεδόν ένα μήνα μετά το τελευταίο μου κείμενο ξύπνησε πολύ έντονα η ανάγκη μου για να γράψω ξανά. Όχι όμως κάπου αλλού, αλλά εδώ. Οπότε άκυροι οι τίτλοι τέλους και συνεχίζουμε!
Πέρασα μια πολύ μεγάλη περίοδο μέσα σε σιωπή και ησυχία. Μόνο οι νύχτες μου ήταν θορυβώδεις, γεμάτες όνειρα, πολλά όνειρα. Όνειρα γεμάτα αγωνία, ανησυχία, αγώνα για επιβίωση, ένα μόνιμο τρεχαλητό, ένα διάχυτο φόβο, και μια αίσθηση κούρασης κάθε πρωί που ξύπναγα. Στον ξύπνιο μου τώρα, δεν συνέβησαν και πολλά πράγματα εξόν τις Παρασκευές που είναι οι μέρες συνεδρίας. Εκεί αλώνιζε η Ελπίδα, μου έδινε και καταλάβαινα. Απανωτά τα χτυπήματα και οι συνειδητοποιήσεις η μία μετά την άλλη να με κατακεραυνώνουν. Πονάει πολύ τώρα πια αυτή μας η σχέση Ελπίδα μου, έτσι το λέω για να το πω.
Σχεδόν κανένα από τα όνειρα μου δεν θυμόμουν όταν ξύπναγα, μόνο η επίγευση τους ήταν πολύ έντονη με όλα αυτά τα συναισθήματα που περιέγραψα πιο πάνω.
Μέχρι που είδα ένα όνειρο που θυμόμουν πεντακάθαρα την επόμενη μέρα που ξύπνησα και μ’ έβαλε σε σκέψεις πολλές.
Το τοπίο, ως συνήθως, σκοτεινά και στενά δρομάκια που όλα μαζί συνθέτουν έναν λαβύρινθο. Αν έχετε βρεθεί Λονδίνο και έχετε πάει βόλτα στις γειτονιές του Τζακ του Aντεροβγάλτη ή έχετε δει Σέρλοκ Χόλμς μπορείτε να φανταστείτε για τι σκηνικό μιλάω.
Είμαι χαμένη μέσα σε αυτά τα στενά και με κυνηγάει ένας ψηλός, απαίσιος, τρομαχτικός ασχημομούρης χωρίς να μπορώ να του ξεφύγω. Όπου κι αν στρίβω, όπου κι αν κρύβομαι, πετάγεται συνέχεια μπροστά μου και με τρομάζει του θανατά. Κι έγω όλο τρέχω να του κρυφτώ. Και κάπου εκεί στο τρέξιμο περνάω δίπλα από ένα μισοφωτισμένο παράθυρο και κάτι τραβάει τη ματιά μου προς τα μέσα. Κι είναι αυτός μέσα, βαριανασαίνει απ’ το πολύ τρεχαλητό, και πάει να κάτσει κάπου. Κι όπως κάθεται αρχίζει να τραβάει τα πόδια του σα να θέλει να τα ξεριζώσει, πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Και βγάζει από μέσα απ’ τα μπατζάκια του δυό ψηλά ξύλινα πόδια. Και ξάφνου χαμηλώνει, και χαμηλώνει, μέχρι που χαμηλώνει πολύ! Έρχεται και γίνεται ο μισός από εμένα. Και τον κοιτάω με γουρλωμένα μάτια, η φάτσα του ακόμα κακομούτσουνη, αλλά τίποτε άλλο δεν είναι τρομαχτικό πάνω του. Ίσα-ίσα που τώρα πια φαντάζει τόσο γελοίος! Κι αρχίζω να γελάω σαν υστερική, μέσα στα μούτρα του. Ε, εκεί ξύπνησα.
Μάλιστα! Πάλι ο κ. Φόβος μπροστά μου. Φόβος για τι- φόβος για ποιόν- δε ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι αυτό το όνειρο έρχεται να ενισχύσει όσα λέμε στις συνεδρίες με την Ελπίδα περί φόβου.
Πόσο παντοδύναμος μπορεί να γίνει αν του δώσεις χώρο, πόσο καθηλωτικός είναι και το πιο σημαντικό, πόσο πολύ μπορεί να αλλοιώσει την πραγματικότητα. Και νομίζω ότι του έχω δώσει πολύ χώρο, τον άφησα να κατοικοεδρεύσει για πολλά χρόνια και τώρα ζορίζομαι πολύ για να τον διώξω. Είναι πολλές οι φορές που του δίνω σχήμα και μορφή μα ακόμα κι έτσι δυσκολεύομαι πολύ.
Ταυτόχρονα, οι σχέσεις μου με τους ανθρώπους δοκιμάζονται άγρια. Έχω καταλήξει στη συνειδητοποίηση ότι είμαστε αρκετοί οι άνθρωποι που έχουμε δυσκολία επικοινωνίας. Είναι κάτι που το έχω δει από παλιά, στην αρχή σαν παρατηρητής των άλλων και αργότερα και στις δικές μου σχέσεις. Οι άνθρωποι συχνά πυκνά άλλο θέλουν να πουν κι άλλο λένε ή λένε τόσο πολύ τη δική τους αλήθεια μές τα μούτρα σου που πονάει τόσο που δεν ακούγεται τίποτα στο τέλος. Και στις δύο περιπτώσεις η πραγματική επικοινωνία έχει πάει περίπατο.
Το έναυσμα για την πρώτη μορφή επικοινωνίας μου την έδωσαν δυο φίλες μου, αδερφές μεταξύ τους. Κάθε που πίνανε λίγο παραπάνω, όχι πολύ, τόσο όσο να λυθεί η γλώσσα, ξεκινάγανε ομηρικούς καβγάδες απ’ το τίποτα. Σχεδόν κάθε φορά το ίδιο μοτίβο, σα να ζούσα τη μέρα της μαρμότας κάθε που βγαίναμε έξω μαζί. Κάποια στιγμή είχα κουραστεί, ενώ ήθελα να τις δω δεν ήθελα κιόλας. Γιατί ήξερα τη συνέχεια. Κι αναρωτιόμουνα γιατί να το κάνουν αυτό κάθε φορά η μία στην άλλη. Λέγανε χοντράδες, λόγια που ματώναν και τσακίζαν. Μία απ’ όλες τις φορές, αντί να θυμώσω με το σκηνικό που ξανά-ζούσα βγήκα απ’ έξω κι έγινα παρατηρητής. Κι άκουσα αυτά που δε λεγόντουσαν.
(Για την ιστορία, να προσθέσω ότι πολλοί απ’ τους καβγάδες τους ήταν σε δημόσιους χώρους, πράγμα που με έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση καθότι ντρεπόμουνα που γινόμασταν θέαμα για τους γύρω μας. Τώρα πια που ξέρετε κι εσείς πόσο καλό παιδί ήμουνα πάντα, μπορείτε ίσως να φανταστείτε πόσο άβολα ένιωθα.)
Όταν μπόρεσα να περάσω στη θέση του παρατηρητή αυτό που είδα ήταν μεταξύ άλλων και αγάπη με νοιάξιμο από τη μία προς την άλλη. Ειπωμένα όμως με τόσο λάθος τρόπο που ποτέ μα ποτέ δε θα πέρναγε αυτό το μήνυμα προς την άλλη χρησιμοποιώντας τόσο λάθος λέξεις και τρόπο.
Την επόμενη φορά που πίναμε τα τσιπουράκια μας, μόλις ζεστάθηκε επικίνδυνα η ατμόσφαιρα μπήκα μπροστά τις σταμάτησα και τους ζήτησα να με ακούσουν. Τους είπα τι εγώ καταλαβαίνω, αλλά και τι ακούω και πόσο κόντρα είναι το ένα με το άλλο που το κατάλαβαν σχεδόν αμέσως. Όχι ότι σταμάτησαν να τσακώνονται μετά από αυτό αλλά μειώθηκαν κατά πολύ τα επεισόδια και έδειξαν να νοιάζονται για να έχουν μια πιο σωστή επικοινωνία.
Είναι άραγε τόσο δύσκολο να μην κρίνουμε-κατακρίνουμε τους άλλους βασιζόμενοι στα δικά μας πιστεύω, να είμαστε απλά εκεί χωρίς να χρειάζεται να κάνουμε επείδιξη της σοφίας μας και με λόγια απλά κι αγάπη πολλή να πούμε σε κάποιον: Νοιάζομαι για εσένα και σ’ αγαπώ και θέλω μόνο το καλύτερο για εσένα;
Αντ’ αυτού, θα κουνήσουμε αποδοκιμαστικά το δάχτυλο, θα τους θυμίσουμε όλα τους τα λάθη, θα αρχίσουμε να φωνάζουμε και να κάνουμε λεκτικές επιθέσεις βάζοντας τον άλλο, τις περισσότερες φορές, σε θέση άμυνας, οι φωνές μας θα μας φέρουν πιθανά ένα αίσθημα παντοδυναμίας με αποτέλεσμα να φωνάξουμε ακόμα περισσότερο και θα γίνει ένας αχταρμάς που τίποτα σπουδαίο και σωστό δε θα έχει ειπωθεί και το μόνο που θα έχει μείνει στο τέλος είναι μια πικρή επίγευση.
Ενώ θα μπορούσαμε με άλλα, πιο τρυφερά λόγια, να εκφράσουμε την ανησυχία μας. Και για να μη βγάλω την ουρά μου απ’ έξω κι εγώ το ‘χω κάνει, το κατάλαβα αργότερα.
Αυτή η παρατήρηση μου ήταν σαν μια αποκάλυψη για εμένα κι άρχισα να παρατηρώ τον τρόπο που επικοινωνούσαν οι άνθρωποι γύρω μου. 8 στους 10 μένανε μετεξεταστέοι. Δυσκολευόντουσαν πολύ να περάσουν μια απλή και ορθή πληροφορία, ειδικά όταν υπήρχε συναίσθημα στη μέση, εκεί η επικοινωνία γινόταν απλά χαοτική. Στο τέλος κανείς δεν καταλάβαινε τι είχε λεχθεί.
Ανακάλυψα όμως κι ένα άλλο είδος επικοινωνίας, τη λεγόμενη ωμή αλήθεια (εγώ είμαι στρατηγός και τα λέω τσεκουράτα. Θυμάστε την ατάκα από την ταινία;).
Εγώ είμαι αυτός-η που είμαι κι έτσι έχουν τα πράγματα για εμένα, κι άμα σ’ αρέσει. Εκεί είδα πόσο δύσκολο είναι να μπορέσει να κάνει κάποιος παρεμβολή και να δώσει τη δική του οπτική. Ο 'στρατηγός' έχει ήδη γνώμη και δεν ακούει τίποτα αν δε συνάδει με ότι έχει αυτός στο κεφάλι του.
Πω ρε φίλε, χτυπήσαμε βράχο. Και τώρα; Τώρα ανάλογα τη σχέση. Αν σε ενδιαφέρει ίσως και να μένεις και να προσπαθείς να καταλάβεις, αν όχι πήγαινε παρακάτω χαλαρά και χωρίς τύψεις.
Εγώ που είμαι ξεροκέφαλη, πεισματάρα και κουβαλάω κι αυτό το ψυχαναγκαστικό που θέλει να ξέρει το 'γιατί' κάθε φορά, στις σχέσεις που με ενδιέφεραν δεν την έκανα με χαλαρά βηματάκια αλλά έμεινα κι επέμεινα μέχρι να καταλάβω. Και βρήκα κι εκεί ανθρώπους φοβισμένους, που φορούσαν την πανοπλία της δικής τους 'απόλυτης αλήθειας' περιχαρακώνοντας με αυτό τον τρόπο την ασφάλεια της δικής τους – προσωπικής ζωής ενώ κατά βάθος δεν ήταν τίποτα σπουδαίοι σοφοί όπως θέλανε να φαίνονται αλλά απλοί καθημερινοί άνθρωποι που κάποιος, κάποτε, τους πλήγωσε, τους μάτωσε, και κάπως σαν να ορκίστηκαν στον εαυτό τους: ποτέ ξανά!
(Ξαναδιαβάζω την τελευταία πρόταση και ξάφνου συνειδητοποιώ πόσο οξύμωρο ακούγεται. Έρχονται να κρίνουν -συνήθως με αρνητική χροιά- τη ζωή κάποιου άλλου μέσα από την εξασφάλιση της δικής τους αλήθειας και της δικής τους ζωής. Χμ, κάνει νόημα; Από που κι ως που να αισθάνονται ότι διακυδεύεται η τάξη και η ασφάλεια της δικής τους ζωής όταν μιλάνε για τη ζωή κάποιου άλλου; Ενδιαφέρουσα θεωρία, αξίζει περαιτέρω μελέτης).
Και κάπου εδώ θα πω το πολύ πρωτότυπο 'Δύσκολο πράμα η επικοινωνία'.
Τι μας είπες τώρα...
Για εμένα όμως το ερώτημα αυτή την περίοδο είναι άλλο. Καλά κι ωραία όσα λέω, αλλά, με το φόβο τι κάνουμε; πως τον δαμάζουμε, πως παίρνουμε εμείς τον έλεγχο;
Το πιστεύω ότι είναι καλό να υπάρχει μέχρι ενός βαθμού σαν συναίσθημα γιατί μας βοηθάει να μένουμε γειωμένοι, είναι το αντίβαρο της αποκοτιάς κάποιες φορές, εξού και το βρίσκω χρήσιμο. Αλλά μέχρι εκεί. Ο άλλος φόβος, αυτός που φοράει πανοπλίες, ξύλινα πόδια ή ότι άλλο μόνο και μόνο για να φαίνεται τρομαχτικός δεν παράγει κάτι καλό, κάτι όμορφο, δε μας βοηθάει να πάμε παρακάτω.
Κι αυτές οι σκέψεις γίνονται το έναυσμα για να ξαναδείς και να επανεξετάσεις δύσκολες επικοινωνίες και δύσκολες σχέσεις και να βάλεις το ερώτημα στον εαυτό σου: Θέλω εγώ να μείνω εδώ;
Για κάποιους μπορεί να μοιάζει εύκολη η απάντηση, για εμένα όχι. Τουλάχιστον, όχι τώρα.
Κι εκεί έχω ξεμείνει προς το παρόν.
ΥΓ. Το άλλο blog θα περιμένει λίγο, δεν είμαι ακόμα έτοιμη.
Comments