Κάθομαι μπροστά σε ένα λευκό word κείμενο τόση ώρα και σκέφτομαι τι να γράψω στη συνέχεια. Να το διατυπώσω καλύτερα, τι άλλο να γράψω πέρα απ’ αυτό που μου πέφτει τόσο βαρύ. Προσπαθώ να το αποφύγω αλλά φευ! Φωνάζει να βγει έξω. Ας έχει! Πάμε βουτιά στα δύσκολα...
Ας φτιάξω ένα γρήγορο γενεαλογικό δέντρο για να κάνουν νόημα τα ονόματα και οι συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους.
Ο πατέρας μου είναι ο μικρότερος απ’ τα τρία αδέρφια. Ο Γιάννης είναι ο πρώτος, η Πηνελόπη στη μέση κι ο Αντρέας τελευταίος. Όλοι παντρεμένοι, τα αγόρια έχουν και παιδιά, η Πηνελόπη όχι ακόμα. Για την ιστορία, να σας πω ότι η Πηνελόπη έχει τρελή αδυναμία στον μικρότερο αδερφό της, τον λατρεύει.
Η Πηνελόπη, και ο άντρας της, είναι οι θείοι που με μεγάλωσαν για κάποια χρόνια, δεν είχαν παιδί τότε, και με είχαν σαν πριγκίπισσα, όπως έχω πει ήδη. Επιπλέον, ήταν και οι νονοί μου. Όλη η προσοχή πάνω μου, οι επιθυμίες μου να εκπληρώνονται, πολλή, μα πολλή αγάπη, απλώχερα δοσμένη, τι άλλο να ζητήσει ένα παιδί;
Η νονά μου ήταν μοδίστρα, και υποθέτω ότι πρέπει να ήταν καλή γιατί είχε πάντα πολλή δουλειά. Την θυμάμαι να ράβει συνέχεια, με έβαζε για ύπνο κι εκείνη συνέχιζε. Ειδικά κοντά στις γιορτές έπαιρνε φωτιά το ατελιέ κι έτρεχε με την μαθητευόμενη της να προλάβουν τις παραγγελίες. Όταν της είπα ότι ήθελα να παίξω το αγγελάκι στην Χριστουγεννιάτικη παράσταση του σχολείου στην αρχή μου το αρνήθηκε, εξηγώντας μου ότι ήταν πάρα πολύ πιεσμένη και δεν είχε καθόλου χρόνο για να μου ράψει την στολή. Ναι, καταλάβαινα, αλλά στεναχωρήθηκα πάρα πολύ και το είδε. Γι’ αυτό και μου την έφτιαξε τη στολή, κι εγώ έπαιξα στο έργο, και ήμουν το πιο ευτυχισμένο αγγελάκι στον κόσμο!
Ένα πράγμα περίεργο... ενώ ήξερα ότι δεν ήταν γονείς μου, εγώ έτσι τους ένιωθα. Κι εκείνοι όμως έτσι μου φέρονταν, σαν να ‘μουνα το παιδί τους.
Και κάπως έτσι περνάνε τρία χρόνια απόλυτης ευτυχίας! Γυρνάνε όμως οι δικοί μου, γυρίζω κι εγώ μαζί τους και ξεκινάει να δουλεύει η μάνα μου μαζί με τον νονό μου.
Ο νονός μου ήταν ηθοποιός και θιασάρχης. Αυτός με μύησε και με έκανε να αγαπήσω αυτόν τον υπέροχο φανταστικό κόσμο του θεάτρου, γιατί για τρία χρόνια που ζούσα μαζί του, παρακολουθούσα τις πρόβες στην αυλή, έβλεπα τα σκηνικά να φτιάχνονται, τα κουστούμια να ράβονται, και μια αλλοτινή εποχή να ξαναγεννιέται μπροστά μου. Δεν νομίζω ότι έχω λόγια να σας περιγράψω τα συναισθήματα που ένιωθα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας μιας θεατρικής παράστασης, μία λέξη μόνο, μαγεία! Ξεκινούσε από ένα τίποτα, ένα τσούρμο ηθοποιούς να κάθονται κυκλικά και να λένε τα λόγια τους και μετά από καιρό κατέληγε σε ένα ταξίδι στον χρόνο, με ανθρώπους ντυμένους ρούχα εποχής να κινούνται πάνω-κάτω στη σκηνή, τον προβολέα να λάμπει μια εδώ και μια εκεί, και τη μουσική να φτιάχνει συναισθήματα, αναμονή - φόβο - λύτρωση! Κι εγώ θεατής αυτής της μεταμόρφωσης μέρα τη μέρα!
Ξεκίνησαν λοπόν να δουλεύουνε μαζί, με την μάνα μου να κάνει την οργάνωση των παραστάσεων, δηλαδή κλείσιμο θεάτρων, προώθηση της παράστασης στην εκάστοτε περιοχή κι ότι άλλο μπορεί να χρειαζόταν. Και κάπου εκεί, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς, αρχίσαμε να φεύγουμε μαζί από το σπίτι (η μάνα μου κι εγώ) και να πηγαίνουμε να τον συναντήσουμε, έξω, για καφέ. Για εμένα μια χαρά ήταν, βόλτα, πορτοκαλάδα, κούνιες, τι άλλο να θέλει ένα παιδί;
Το πράγμα χόντρυνε όταν φύγαμε πρώτη φορά για εκδρομή οι δυό μας και πήγαμε να τον συναντήσουμε, δεν θυμάμαι που, καθώς ήταν σε περιοδεία με ένα θίασο.
Εκείνο το βράδυ εκείνοι κοιμήθηκαν στο δωμάτιο, στο διπλό κρεβάτι, κ εγώ έξω, στην βεράντα, σε ένα ράντζο. Θυμάμαι την επόμενη μέρα, εμένα και την μάνα μου, μέσα σε ένα ΚΤΕΛ να γυρνάμε πίσω, κι εκείνη να κλαίει γοερά γιατί ένιωθε τύψεις γι’ αυτό που έκανε στον πατέρα μου.
Τώρα πια ήξερα. Ποτέ ξανά οι βόλτες για καφέ στη πλατεία δεν θα ήταν αθώες, αφού ήξερα γιατί με έπαιρνε μαζί της.
Πως ένιωθα; Δεν ξέρω. Υποθέτω, μπερδεμένη; Έτρεφα ένα αβυσσαλέο μίσος για τον πατέρα μου που έκανε δυστυχισμένη την μάνα μου και κατά συνέπεια κι εμάς. Ταυτόχρονα έτρεφα μια τυφλή λατρεία για την μάνα μου και μου είχε δοθεί μια ευκαιρία να έχω κι άλλον έναν για μπαμπά, πολύ καλύτερο απ΄τον βιολογικό μου (;)*
Όταν είμασταν οι τρεις μας έξω, εγώ, η μάνα μου κι αυτός, όλοι νόμιζαν ότι είμασταν οικογένεια και εννοείται ότι ποτέ κανείς απ’ τους δυό τους δεν το διέψευσε.
*Πέρασα χρόνια μπερδεμένη αν ο νονός μου ήταν ή όχι ο βιολογικός μου πατέρας. Εμφανισιακά έμοιαζα στον πατέρα μου, αλλά συναισθηματικά ήμουν δεμένη με τον άλλο. Αυτός με φρόντιζε, με άκουγε, με συμβούλευε, ακόμα κι όταν έκανε δικό του παιδί, για να μην πω μέχρι και σήμερα. Η σύγχυση μου ήταν βάσιμη, αφού η μάνα μου, μου εξομολογήθηκε κάποια στιγμή ότι ήταν μαζί από παλιά, πόσο παλιά δεν ξέρω, πριν φύγουνε για Γερμανία. Και αυτός ήταν ο λόγος που είπε το 'ναι' για την Γερμανία, γιατί ήθελε να ξεκόψουν. Και ούτε πίσω ήθελε να γυρίσει, γιατί φοβόταν ότι θα ξανασμίξουν. Και δεν συγχώρεσε ποτέ τον άντρα της που την πίεσε να γυρίσουν πίσω. Γιατί ξαναέσμιξαν, όπως μόλις σας προείπα.
Αυτός ο παράνομος έρωτας άντεξε για δεκαετίες. Για την ακρίβεια, επίσημα -από την μεριά της μάνας μου- έληξε όταν πολλά, πάρα πολλά, χρόνια μετά, αφού έχουν ήδη φύγει απ΄ τη ζωή ο πατέρας μου και η νονά μου, της ζητάει ο νονός μου να μείνουν μαζί κι εισπράτει ένα βροντερό ΟΧΙ! Ούτε καν να το σκεφτεί. Όχι ότι εκείνος το έβαλε κάτω, την επισκεπτόταν συχνά πυκνά, της έφερνε λουλούδια και δώρα και συνέχισε να την επισκέπτεται ακόμα και στο μνήμα της και να αφήνει λίγα λουλούδια στην ταφόπλακα της.
Πίσω πάλι σε εμένα.
Χαμένη ανάμεσα σε δύο οικογένειες, με μπερδεμένα συναισθήματα για όλους τους, να ‘χω μπερδέψει το καλό με το κακό, το ηθικό με το ανήθικο και την αγάπη με το μίσος, ήρθε και το τελειωτικό χτύπημα, το έμαθε η νονά μου! Δεν ξέρω πως και τι αλλά έμαθε.
Κι εξαφανίστηκαν απ’ τη ζωή μας, και δεν μίλαγαν πια στο τηλέφωνο, ούτε αντάλλασαν επισκέψεις, ούτε δούλευαν μαζί οι δυό τους. Κι είναι ένα μεσημέρι καλοκαιριού που πάμε η μάνα μου κι εγώ επίσκεψη σε μια φίλη της που μένει παραδίπλα απ’ τη νονά μου.
Και τι, πως, από που, δεν ξέρω, μας μυρίζεται ότι ερχόμαστε και βγαίνει έξω στην μέση του δρόμου, βάζει τα χέρια στην μέση κι αρχίζει να ουρλιάζει: Βγείτε γειτόνοι να δείτε, περνάει η πουτάνα με το πουτανάκι της.
Και να το λέει και να το ξαναλέει μέχρι να μπούμε μέσα στο σπίτι της άλλης. Και γω να νιώθω ταραχή, να τρέμω σαν το ψάρι, μια ντροπή να με έχει καταπιεί και να μην μπορώ να πάρω ανάσα.
Ίσως γιατί είπε δυνατά αυτό που μάλλον μέσα μου ήξερα; Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ήταν φυσιολογικό, νορμάλ, συνηθισμένο, αποδεκτό.
Μα πιο πολύ με πείραξε πολύ που με αποκάλεσε έτσι. Τι σήμαινε αυτό; Δεν με αγαπούσε πια;
Τρία - τέσσερα χρόνια αργότερα χρειάστηκε να της τηλεφωνήσω για να την ενημερώσω για την κηδεία ενός κοινού γνωστού. Κανένας δεν τολμούσε να την πάρει τηλέφωνο, κι ο κλήρος έπεσε σε εμένα.
Καλώ, το σηκώνει.
- Έλα νονά καλημέρα.
- Ποιός είναι;
- Εγώ νονά η Έλλη, πήρα να σου ...
- Δεν σε ξέρω. Εμένα τη βαφτισιμιά μου την λένε Μαρία.
Και γκντουπ, το κλείνει.
Αυτό ίσως και να πόνεσε πιο πολύ απ’ όταν μας ξεφώνισε στην μέση του δρόμου.
Έτσι απλά με πέταξε απ’ τη ζωή της, σαν την τρίχα απ’ το ζυμάρι.
Το ‘χω ζήσει δυό φορές αυτό το σκηνικό.
Η δεύτερη ήταν χρόνια αργότερα, με το σόι του πρώην άντρα μου.
Παντρεμένη ήδη δεκατέσσερα χρόνια και με δυο μικρά αγόρια, δεν τα πάμε και πολύ καλά με τον άντρα μου, συζητάμε για διαζύγιο, μένουμε όμως ακόμα μαζί. Είναι του Αη-Νικόλα, το κλίμα είναι βαρύ στο σπίτι και κανείς μας δεν έχει όρεξη για τις εθιμοτυπικές επισκέψεις, έτσι παίρνω τηλέφωνα στο σόι του για να ευχηθώ. Δύο στις δύο κλήσεις (θεία του και ξαδέρφη του) μου λένε ακριβώς το ίδιο πράγμα: Συγνώμη κυρία μου, ποιά είστε;
Και μου το κλείνουν στα μούτρα. Δεν τόλμησα να κάνω άλλα τηλεφωνήματα, είχα παγώσει. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ άλλη μια ακόμα απόρριψη.
Φτάνει ένα απλό: δεν σε ξέρω, ποια είσαι; και σε πετάνε έξω στο δρόμο, σε διαγράφουν απ’ τη ζωή τους, σαν να μην υπήρξες ποτέ, σαν να μην σήμαινες ποτέ τίποτα γι αυτούς.
Έτσι απλά!
Comments