top of page
Αναζήτηση

3. Η Σημασία του να Είσαι το 'ΚΑΛΟ ΠΑΙΔΙ'

  • 5 Οκτ 2023
  • διαβάστηκε 3 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 6 Νοε 2023


Λακωνικά μιλώντας σημαίνει: να μην έχεις άποψη, να κάνεις πειθήνια ότι σου λένε.

Να μην αρνείσαι, να είσαι πάντα ευχάριστος και να μην δημιουργείς προβλήματα.

Στην αληθινή ζωή μπορεί να σημαίνει και πολλά περισσότερα μιας και μερικές φορές τα καθήκοντα σου μπορεί να είναι λίγο πιο ....περίπλοκα (;)


Ίσως αξίζει να αναφέρω σε αυτό το σημείο ότι είμαι παιδί μεταναστών, κι έζησα από τα 4 έως τα 7 μου περίπου χρόνια με συγγενείς (θεία-θείο σαν βάση, παππού-γιαγιά τα καλοκαίρια). Τρία καταπληκτικά χρόνια, γραμμένα στην μνήμη μου σαν η απόλυτη ευτυχία, αφού όλοι με αντιμετώπιζαν σαν πριγκίπισσα, κυριολεκτικά. Ίσως και να ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου. Εισέπραξα τόση πολλή αγάπη και φροντίδα που τους είμαι αιώνια ευγνώμων.


Ότι θα ξεκίναγα Δευτέρα δημοτικού όταν οι γονείς μου γύρισαν μόνιμα Ελλάδα και μείναμε ξανά όλοι μαζί. Με μια μικρή αδερφή που ελάχιστα ήξερα, έναν αδερφό μωρό ακόμα, και την γιαγιά μου απ΄την μεριά της μάνας μου.

Δεν μπορώ να πω ότι ήμασταν μια ευτυχισμένη οικογένεια, αλλά νομίζω ότι το προσπαθούσανε να γίνουμε. Δύο τελείως κόντρα χαρακτήρες, με σοβαρά υπαρξιακά ο καθένας τους, προσπαθούσαν μάταια να δέσει το γλυκό. Η μάνα μου, όπως μου είπε, έμπλεξε μαζί του στα 16-17 της γιατί ήταν πολύ ωραίος άντρας κι ήθελε να κάνει τον πρώην της να ζηλέψει. Έλα όμως που έμεινε έγκυος, που σημαίνει για εκείνα τα χρόνια ότι την εξέθεσε στην κοινωνία. Μία και μοναδική η λύση λοιπόν, παντρεύτηκαν άρον άρον.

Όχι, δεν ήταν έγκυος σε εμένα, ήταν στο πρώτο της παιδί, αγόρι, που έζησε μόνο τέσσερα χρόνια. Πέθανε όταν εγώ ήμουν δύο χρονών. Τον θυμάμαι αμυδρά, αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρη αν είναι μνήμες δικές μου, ή αυτά που άκουγα. Πιστεύω ότι αυτό το γεγονός -συν την γενικώς δύσκολη παιδική της ηλικία, απίστευτη φτώχεια και πείνα, μια μάνα να ξενοπλένει όλη μέρα, μια μητριά να την κακοποιεί σωματικά κι ένα πατέρα φάντασμα- βοήθησε στο να έχει νευρολογικά προβλήματα. Έπαιρνε χούφτες τα ταβόρ και σωριαζόταν όπου να ΄ναι.

Ο πατέρας μου, απ’ την άλλη, ένας μποέμ τύπος, καλοπερασάκιας, ανεύθυνος του κερατά, χαρτοπαίχτης όσο δεν πάει άλλο, και απίστευτα νευρικός και βίαιος. Μπορούσε πανεύκολα από εκεί που γέλαγε ν΄αρχίσει τα μπινελίκια και να κάνει λαμπόγυαλο το σπίτι. Του άρεσε να σπάει... Εμάς τα κορίτσια δεν μας έδειρε σχεδόν ποτέ, ούτε την μάνα μας, αν και δεν νομίζω ότι χρειαζόταν. Μόνο η φωνή του έφτανε για να με κάνει στήλη πάγου. Ο μικρός όμως έφαγε πολύ ξύλο! Πολύ, και άδικο ξύλο. Σαν ταινία παίζει μες τα μάτια μου το πως όρμαγε η μάνα μου στην μέση για να τον σώσει απ’ την ζωστήρα και να τις φάει εκείνη αντί για τον μικρό. Χμ, δηλαδή, τώρα που το σκέφτομαι η κυρία Μάρμω έτρωγε ξύλο αλλά όχι σαν να έφταιγε. Μάλιστα! κύριε Άντρεα σου βγάζω το καπέλο, πολύ διαβολικό αυτό!


Και κάπου εδώ μπαίνω κι εγώ. Γιατί αυτό ήταν ένα σκηνικό που έπαιζε συχνά πυκνά κι όχι μία κάθε μήνα. Από ποιόν νομίζετε ότι ζητούσε ο κ. Αντρέας να φέρει την λουρίδα από την ντουλάπα; Μπίνγκο! Τολμούσα να αρνηθώ; Ούτε κατά διάνοια! Κι αυτό το θυμάμαι σαν τώρα.... πρώτα πάγωνα, μετά σαν ρομπότ πήγαινα στην κρεβατοκάμαρα, άνοιγα την ντουλάπα, την έβγαζα, την έφερνα, του την έδινα, κατουριόμουνα πάνω μου. Πάντα με αυτή τη σειρά.

Αυτό ήταν το πρώτο μου σκληρό μάθημα ότι η βία δεν είναι μόνο σωματική. Η χειρότερη βία είναι ο εξευτελισμός που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος εξαιτίας των πράξεων κάποιου άλλου.


Αμ, το άλλο το καλό; Έχω πεί ήδη ότι η μάνα μου ταβλιαζόταν εδώ κι εκεί. Η αγαπημένη μου όμως σκηνή είναι αυτή που παίχτηκε ουκ ολίγες φορές για κάμποσα χρόνια.

Νύχτα, αργά - περασμένα μεσάνυχτα, όλοι να κοιμούνται στο σπίτι εκτός απ τους δυό τους που τσακώνονται (για άλλη μια φορά). Η κυρία Μάρμω να παθαίνει κρίση και ο κύριος Αντρέας, σαν άλλος γενναίος μονομάχος να ξυπνάει εμένα, να πάω να την συνεφέρω, γιατί να μωρέ Ελλάκι μου τσακωθήκαμε λιγάκι και μου έπεσε στο πάτωμα και δεν ξέρω τι να την κάνω...

Και μην γελάσετε μ’ αυτό που θα πω παρακάτω γιατί για εμένα άλλος ήταν ο απόλυτος τρόμος, χειρότερος κι απ’ το να βλέπω την μάνα μου λιπόθυμη στο πάτωμα. Ήταν η μασέλα που είχε φύγει απ’ τη θέση της κι ήταν κάπου εκεί στο πάτωμα. Δεν την άγγιξα ούτε μία φορά, περίμενα την μάνα μου να συνέλθει και να την μαζέψει. Την έτρεμα, αρνιόμουν να την αγγίξω, νόμιζα ότι θα με δαγκώσει.

Παρένθεση - Είπαμε πριν, φτωχή η οικογένεια της, χάλασαν όλα τα δόντια από μικρή ηλικία. Δεν θυμάμαι από πότε φόραγε τεχνητές οδοντοστοιχείες.

Και εννοείται ότι το εργάκι δεν τελείωνε με τα καθήκοντα νοσοκόμας. Αφού συνερχόταν η κυρία Μάρμω, έπιανα χρέη σύμβουλου γάμου. Γιατί τσακώθηκαν πάλι; Τι έγινε; Τι θα γίνει;

Κι όλα αυτά παίζονταν στις 3 τα μεσάνυχτα.... Οι πρώτες μου μνήμες απ’ αυτό πρέπει να είναι όταν ήμουν γύρω στα έντεκα-δώδεκα;


Ρε δεν μου πάτε στον γερο διάβολο; Φούντωσα πάλι.

Διάλειμμα.

 
 
 

Comments


bottom of page