![](https://static.wixstatic.com/media/17986e_2eceed121d204ec394ea51bf17b10216~mv2.jpg/v1/fill/w_980,h_1307,al_c,q_85,usm_0.66_1.00_0.01,enc_auto/17986e_2eceed121d204ec394ea51bf17b10216~mv2.jpg)
Καλημέρα!
Να που ήρθε κι ο Δεκέμβρης! Ο πιο όμορφος μήνας του χρόνου. Αυτή η εποχή με κάνει να χαίρομαι τόσο πολύ και να νιώθω πάλι σαν παιδί. Με ρώταγε τις προάλλες η ψυχίατρος μου πως νιώθω, πως τα πάω με τα φάρμακα, αν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα να αυξήσουμε λίγο τις δόσεις, και το ένιωθα ότι προσπαθούσε κάτι να μου πει αλλά εγώ αγρό αγόραζα, χαχαχα. Απήδηυσε στο τέλος η γυναίκα και μου το έριξε στα μούτρα. Σκέφτομαι μήπως χρειάζεσαι μια μικρή ενίσχυση μιας κι έρχονται γιορτές. Ακόμα χαιβάνι εγώ, την κοιτάω σαν χαζή και της λέω:
- Ε, και;
- Τι ε και; Δεν σε ξέρω κι από πέρσυ, κι αναρωτιέμαι πόσο κάτω μπορεί να σε ρίξει όλο αυτό το εορταστικό πανηγύρι.
Τότε κατάλαβα! Και σκάω στα γέλια και της λέω μην με φοβάσαι εμένα, τώρα είναι η καλύτερη μου!
Και δεν είναι ότι πάντα ήταν τόσο καλά. Και μόνη μου έχω κάνει Χριστούγεννα, και βάρδιες είχα βράδια παραμονών και από το 2019 δεν έχω μπορέσει να πάω ξανά Ελλάδα να γιορτάσω τα Χριστούγεννα με τ αγόρια μου και την οικογένεια μου. Επιτέλους, φέτος θα κατέβω κι ανυπομονώ σαν μικρό παιδί!
Κι αναρωτιέμαι πολλές φορές γιατί είναι τόσο σημαντικά τα Χριστούγενα για εμένα. Γιατί μου φέρνουν αυτή την ευφορία; Ίσως να έχει να κάνει εν μέρει με αυτό που έγραψα τις προάλλες, αυτή την ιερή ανακωχή που είχαμε απ' όταν ήμουν παιδί κι οι αναμνήσεις μου είναι γλυκές. Είναι σαν να πιστεύω ξανά στην ομορφιά αυτού του κόσμου.
Απ' την άλλη, δύο πολύ άσχημα γεγονότα συνέβησαν προπαραμονή Χριστούγεννων, στις 23 και τα δύο, που όμως δεν κλόνισαν για πολύ αυτό το συναίσθημα της ευφορίας, μόνο για λίγο, όσο έπρεπε. Σύντομα ξαναγύρναγα στα φυσιολογικά μου.
Δεν θα πω ψέματα, μετά και το δεύτερο, για κάποια από τα επόμενα χρόνια καρδιοχτυπούσα κάθε 23 του Δεκέμβρη, περιμένοντας να τριτώσει το κακό. Ακόμα δεν τρίτωσε, αλλά τώρα πια όπως το σκέφτομαι ακόμα και να συμβεί, τι να κάνουμε; Είναι κάτι που δε μπορώ να το ελέγξω. Θα το αντιμετωπίσουμε κι αυτό. Άλλωστε συνέβησαν τόσα και τόσα απο τότε κι ήταν όλες τόσο άσχετες οι ημερομηνίες μεταξύ τους.
Ήταν που λέτε 23 του Δεκέμβρη όταν έχασα τον πατέρα μου στα ξαφνικά και πέντε χρόνια αργότερα όταν με πέταξε στο δρόμο από το ''σπίτι του'' ο αξιολάτρευτος πρώην άντρας μου. Κατά πως μου είπε αργότερα, έκανε ότι τον συμβούλεψε το επίσης αξιολάτρευτο σόι του και δεν περίμενε ότι θα έφευγα. Μόνο που δεν ήταν η πρώτη φορά που μου έδειχνε την πόρτα, ούτε η πρώτη που έφευγα. Πήγαινα για λίγες μέρες στη μάνα μου μόνη μου, χωρίς τα παιδιά, μιας και δεν το διαπραγματευόταν να τα πάρω μαζί μου και σήκωνε φασαρία μπροστά τους. Κι εγώ για να μην τα ταράξω περισσότερο έδινα τόπο στην οργή κι έφευγα προφασιζόμενη δικαιολογίες τύπου δεν είναι καλά η γιαγιά και πρέπει να πάω να την φροντίσω λίγο κι άλλες τέτοιες αρλούμπες. Αλλά ήταν η πρώτη και τελευταία που έφυγα μαζί με τα παιδιά μου και δεν θα ξαναγύρναγα ποτέ, παρόλο που έκανε τα αδύνατα δυνατά στην προσπάθεια του να με φέρει ξανά πίσω.
Εδώ και μήνες είχαμε ήδη αποφασίσει να χωρίσουμε, και τουλάχιστον έλεγε ότι συμφωνούσε, κι είχαμε ήδη ορίσει το ερχόμενο καλοκαίρι, μόλις κλείνανε τα σχολεία, σαν περίοδο μετακόμισης στη μάνα μου. Να τελειώσουν πρώτα τα παιδιά τη σχολική χρονιά, ο πρώτος την 1η δημοτικού κι ο μικρός μου το νήπιο.
Σχεδόν όλα τα καλοκαίρια, αλλά κι άλλες αργίες, φεύγαμε και οι τρεις μας και πηγαίναμε στη μάνα μου. Εγώ ανεβοκατέβαινα λόγω δουλειάς μιας κι ήταν κοντά και τα πιτσιρίκια το ευχαριστιόντουσαν. Αλάνα, παιχνίδι, πολλά παιδιά στη γειτονιά, αμολυτοί έξω μέχρι αργά, ήταν η απόλυτη ευτυχία γι αυτούς. Στο πατρικό τους σπίτι δεν είχαν συνομίληκους στη γειτονιά, ότι παιχνίδι ξενοιασία και αλαναρία είχαν ζήσει ήταν εκεί.
Μου 'δειξε λοιπόν για άλλη μια φορά την πόρτα, όχι στις 23, -τότε ήταν που έφυγα μιας και κλείνανε για διακοπές τα σχολεία εκείνη τη μέρα- αλλά λίγες μέρες νωρίτερα. Μόνο που αυτή τη φορά δεν έπαιξα το παιχνίδι του. Δεν έφυγα για να δώσω τόπο στην οργή, έκατσα και τον αντιμετώπισα. Και του το είπα ότι θα φύγω και παίρνω μαζί και τα παιδιά κι είναι οριστικό. Εμείς οι δυο τελειώσαμε! Μάλλον δεν με πίστεψε; Απ ότι μου είπε αργότερα ναι, δεν με πίστεψε. Δεν πίστεψε ότι θα έχω τα κότσια να τα παρατήσω όλα πίσω μου και να ξαναξεκινήσω απ το μηδέν, για άλλη μια φορά ξεβράκωτη (θυμάστε;) αλλά αυτή τη φορά συν δυο πιτσιρίκια να εξαρτώνται απόλυτα από εμένα.
Εν τω μεταξύ όλα αυτά τα χρόνια αυτή η ξεβράκωτη αγόρασε καινούργιο αυτοκίνητο, έφτιαξε σπίτι, αγόρασε οικόπεδο, ξεκίνησε να χτίζει εξοχικό κι άλλα τέτοια ωραία. Γιατί ο μη ξεβράκωτος ήταν απλά ένας δημόσιος υπάλληλος της σειράς, ούτε καν ΔΕ, 3 κι 60 δηλαδή.
Αυτή τη φορά τη σχεδιάζω την έξοδο μου ψύχραιμα και μεθοδικά, όχι πια με σπασμωδικές κινήσεις. Μια και δυο πάω στη μάνα μου και της τα λέω όλα, το και το, πες μου τι να κάνω; Να έρθω εδώ; θα με στηρίξεις; Και κάνει μια άγρια κολοτούμπα, και τρώω μια άρνηση από δω ίσαμε τη Σαλονίκη! Σοκ... και τώρα; Τη χρειάζομαι γιατί το καταλαβαίνω ότι θα είναι οδυνηρό για τα αγόρια να φύγουν απ το σπίτι τους και να πάνε στο άγνωστο. Εκεί τουλάχιστον ξέρουν το περιβάλλον, έχουν ήδη φίλους και πιστεύω ότι ίσως και να νιώσουν μια μικρή ασφάλεια όταν θα δουν τη ζωή τους να γκρεμίζεται συθέμελα.
Πρέπει να φερθώ έξυπνα, να τη φέρω με το μέρος μου γιατί τη χρειάζομαι, όχι για εμένα αλλά για τους γιούς μου. Το θεωρώ ιερή μου υποχρέωση να τους προσφέρω έστω και μία στάλα ασφάλειας. Δεν μου αφήνει άλλη λύση από το να την πολεμήσω με τα ίδια της τα όπλα. Τι είναι αυτό που δεν αντέχει; Να της τσαλακώσεις την κοινωνική της εικόνα! Πάω κι εγώ στο νονό μου -έχει μείνει μόνος του πια στον κόσμο αυτό, η νονά μου έχει πεθάνει ήδη και η μεγάλη του αγάπη του 'χει ήδη πετάξει στα μούτρα εκείνο το βροντερό ΟΧΙ- και του λέω το και το, δεν με στηρίζει, τι να κάνω; Παιδάκι μου, μου λέει, έλα εδώ και σταμάτα να την παρακαλάς. Το σπίτι μου είναι και σπίτι σου και δεν θα χρειαστεί να ξενητευτείς, και τα παιδιά θα είναι κοντά στον πατέρα τους όταν καθαρίσει κι εκεινού η σκέψη.
Για να είμαι διπλά σίγουρη, μιας κι ο χρόνος με πιέζει, πάω και στη φιλενάδα μου και σιγουρεύω κι εκεί ένα καταφύγιο για κάμποσο καιρό για εμένα και τα παιδιά μου. Κι έτσι μπορώ να της τηλεφωνήσω και να την ενημερώσω όλο περηφάνεια ότι δεν χρειαζόμαστε τη βοήθεια της, για την ακρίβεια έχω να διαλέξω που να πάω και ζυγίζω τα υπέρ και τα κατά της κάθε επιλογής. Αυτό ήταν! Το κόλπο δούλεψε! Και μόνο στη σκέψη ότι ο κόσμος θα σκεφτεί τι σόι μάνα είναι αυτή που όχι μόνο δε στήριξε το παιδί της αλλά το άφησε μόνο του και το ανάγκασε να καταφύγει σε βοήθεια και στήριξη από ξένους το οχυρό έπεσε με μιας και μπήκε μπροστά η ''ατελείωτη μάνα θυσία'' - ''εγώ ζω μόνο για τα παιδιά μου'' ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε και μας μάζεψε κάτω απ τις φτερούγες της. Μα τι καλή μανούλα που είχα εγώ!
Ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, δεν ξέρω αν πήρα τη σωστή απόφαση. Ξέρω ότι αυτή η απόφαση μου βοήθησε τα παιδιά να ορθοποδήσουν συναισθηματικά, όπως επίσης ξέρω πόσο ακριβά το πλήρωσα εγώ. Τους έδωσα την ευκαιρία να κάνουν συμμαχία, να μιλάνε πίσω απ΄την πλάτη μου και να καταστρώνουν σχέδια επανένωσης. Για ποιούς μιλάω; Μα για τη μάνα μου και το Θράσο. Όχι μόνο κολλητοί, αυτοκόλλητοι έγιναν, με έβαλαν στη μέση κι ο καθένας τους απ' τη μεριά του πίεζε όσο πιο πολύ μπορούσε. Μου πήρε κάμποσο καιρό να ανακαλύψω αυτή τους τη συμμαχία και ακόμα πιο πολύ να μπορέσω να αναπτύξω άμυνες εναντίον τους. Ουκ ολίγες φορές χρησιμοποιήσαν σαν μόχλο πίεσης τα αγόρια αφού οι κατά μέτωπο επιθέσεις τους έπεφταν στο κενό και δε σκέφτηκαν ούτε για μια στιγμή οι ελεεινοί ότι παίζανε με δυο μικρές ψυχούλες και το τίμημα που θα είχε επάνω τους. Ταυτόχρονα όμως, αυτό ήταν που με κοινητοποίησε και πέρασα στην άγρια αντεπίθεση μόλις μπόρεσα και το είδα.
Ο καθένας τους το 'χε βάλει σκοπό της ζωής του να με τιμωρήσει με όποιον τρόπο μπορούσαν. Αυτή γιατί τόλμησα να ορθώσω φωνή και ανάστημα και να φωνάξω φτάνει πια κι αυτός γιατί έχασε τον μοναδικό του υπήκοο που ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα γι αυτόν, στο γελοίο βασίλειο του.
Αν το σκεφτεί κανείς ψύχραιμα κι ορθολογιστικά δεν είναι και λίγο να χάνεις έτσι ξαφνικά την εξουσία σου γιατί το βόδι σου αποφάσισε να κάνει την επανάσταση του.
Κι αν οριοθετείσαι και βρίσκεις τον εαυτό σου μέσα από τέτοιες μόνο συντεταγμένες ξαφνικά χάνει και η ζωή σου το νόημα που της είχες δώσει μέχρι τώρα. Κι είναι πιο εύκολο να προσπαθήσεις να καταπνίξεις την επανάσταση και να φέρεις τους αντάρτες πίσω στα παλιά καλά τους -ανύπαρκτα- μυαλά, απ το να ψάξεις να επανατοποθετηθείς κάπου αλλού από την αρχή.
Και πήγε έτσι για καιρό αυτή η συνεχής μάχη, κοντά στα τρία με τέσσερα χρόνια θαρρώ.
Κι όταν τους νίκησα και τους δύο, γατί εννοείται ότι θα νικούσα -ήμουν απόλυτα σίγουρη, ξανάπεσα στην κατάθλιψη... (αυτό να το κρατήσω σαν σημείωση να το συζητήσω με την Ελπίδα)
Κι ήταν αυτά τα χρόνια που γνωρίστηκα με ένα σκοτεινό κομμάτι του εαυτού μου που με φόβιζε και με φοβίζει ακόμα πολύ. Και νομίζω ότι αν άρχισα σήμερα να γράφω ήταν για να καταλήξω σε αυτό, στο πόσο πολύ φοβάμαι τον Θυμό μου. Γιατί έχει ξανάρθει εδώ και καιρό κι εγώ κρύβομαι, προσπαθώ να τον ξεγελάσω, του δίνω ψεύτικα ονόματα, τον ντύνω με άλλα ρούχα, αλλά ο άτιμος είναι πανίσχυρος και δεν καταλαβαίνει από τέτοια ψευτοκόλπα. Και το μόνο που μου μένει είναι να βρω έναν τρόπο να κάνουμε ανακωχή, να τα βρούμε εμείς οι δύο. Γιατί πολύ συνειδητά το λέω, δεν θέλω να βλάψω κανέναν και δεν έχουν μείνει και πολλοί εν ζωή. Κι ίσως, εντέλει, κάπως έτσι βλάπτω τον εαυτό μου, λέω εγώ τώρα...
Γιατί, γλυκιά μου Ελπίδα, ξέρω πολύ καλά τι είναι ο Θυμός και πόσο τρομαχτικός μπορεί να γίνει. Είμαστε παλιοί γνώριμοι, από τότε. Κι εγώ τότε δεν μπόρεσα να τον ελέγξω όταν του έδωσα χώρο, δεν μπόρεσα ούτε αυτόν ούτε εμένα πια να ελέγξω. Και τον φοβάμαι γιατί είναι ότι πιο βάρβαρο, πρωτόγωνο, και καταστροφικό έχω ζήσει μέχρι τώρα, μια ανελέητη φωτιά που καίει τα πάντα στο πέρασμα της. Είναι ένα άγριο εκκωφαντικό ουρλιαχτό που ο μόνος του σκοπός είναι να επιβιώσει, αυτό κι ότι έχει κάτω από την προστασία του, χωρίς να σκέφτεται τίμημα, κόστος, απώλειες. Και για να το περιγράψω σε όλο του το τρομακτικό μεγαλείο, αυτό που δεν μπόρεσα ούτε τότε αλλά ούτε και τώρα να διαχειριστώ ήταν αυτή η ξέφρενη χαρά κι ευχαρίστηση που ένιωθα κάθε φορά που κέρδιζα. Δεν ήμουν άνθρωπος πια, ήμουν μια λαίλαπα χωρίς κανένα έλεος, χωρίς κανένα ηθικό φραγμό. Και δε θέλω να το ξαναζήσω. Αν θα προσπαθούσα να το ζωγραφίσω θα το έκανα όπως έχω τον Μινώταυρο στο μυαλό μου, ένα τεράστιο μαύρο μαλλιαρό τέρας, με μάτια κόκκινα σαν τη φωτιά, δόντια λύκου και νύχια αρκούδας. Πάντα αυτή η εικόνα μου έμοιαζε καλή γι αυτόν.
Κι είναι πάλι εδώ καιρό τώρα, τον ακούω να με ξυπνάει μες τη νύχτα.
Πετάγομαι αλαφιασμένη κάθε που νιώθω ανατριχίλα απ' το πλησίασμα του.
Τρομάζω με τις σκέψεις που κάνω εξαιτίας του.
Αυτός ακόμα γυρεύει εκδίκηση, εγώ όμως πια γυρεύω τη γαλήνη. Γυρεύω να ζήσω όλα αυτά που δεν έζησα, τα όμορφα, όχι τα αρνητικά.
Και θέλω επιτέλους να σταματήσω να νιώθω τόσο μόνη μου. Θέλω να τολμήσω να ξαναεμπιστευτώ τους ανθρώπους.
σε διαβάζω δακρυζοντας και βλέποντας κομμάτια μου 💔